μεγαλοδυνάμου

μεγαλοδυνάμου
μεγαλοδύναμος
very powerful
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερισθενής — ἐρισθενής, ές (Α) (για τον Δία) πολύ ισχυρός, μεγαλοδύναμος («Διός εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις εἶναι» καυχιέται ότι είναι γιος τού μεγαλοδύναμου Δία, Ομ. Ιλ.) επίσης για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”